πορνόσχολοι

Ἕνα πορνογραφικὸ μυθιστόρημα σὲ συνέχειες

Κεφάλαιο ΙΙ

«Ἦταν ρομαντικός, καὶ ὁ ρομαντικὸς εἶναι μόνος μὲ ὅ,τι ἀγαπᾶ. Ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀγάπη του, δὲν ὑπῆρχε τίποτα…» Διάβασε ξανὰ τὶς γραμμές καὶ ἔνευσε μὲ κατάφαση. Ἦταν ἕνα νεύμα εἰς ἑαυτόν, κανεὶς δὲν ἦταν ἐκεῖ νὰ τὸν δεῖ, ὅμως ἡ κίνηση τοῦ προέκυψε ἀβίαστα, ἡ κλίση τοῦ κεφαλιοῦ πρὸς τὰ ἐμπρός, αὐτὴ ἡ ἔγκριση, ἡ ἐπιδοκιμασία. Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ βαλθῶ ν’ αὐτοχειροκροτοῦμαι, σκέφτηκε. Οἱ φλέβες στὸν λαιμό του ἔπαλλαν ἀκόμη ἀπὸ τὴ συγκίνηση.

Ἡ καρδιά του χτυποῦσε βαριά, λὲς κι ἕνας λιλιπούτειος τυμπανιστὴς εἶχε χτιστεῖ μὲς στὸ στῆθος του καὶ τώρα πίεζε μὲ ὁρμὴ τὸ διάφραγμα γιὰ νὰ ξεφύγει. Ἀναστέναξε μιὰ τελευταία φορά, καὶ μ’ ἕναν σπασμὸ ἄφησε τὶς σελίδες νὰ πέσουν ἀπὸ τὸ ἀριστερό του χέρι. Μὲ μιὰ κοφτὴ κίνηση τοῦ δεξιοῦ, ἕνας κόμπος σπέρματος, ὁ ἔσχατος, ἀνέβηκε στὴν ἄκρη τῆς οὐρήθρας καί, ἀδύναμος πιά, γλίστρησε πάνω στὴ βάλανο. Οἱ φλέβες πάνω στὸ πέος του παρέμεναν φουσκωμένες σὲ ἀφύσικο, σχεδὸν τερατώδη βαθμό. Εἶχε μετρήσει ὀχτώ, ἴσως δέκα σπασμοὺς προτοῦ χάσει τὸν ἔλεγχο. Τὰ σεντόνια ἀπὸ κάτω κολλοῦσαν, οἱ μηροί του ἔσταζαν ραντίζοντάς τα μὲ ὑπόλευκους λεκέδες. Ἡ στύση δὲν ἔλεγε νὰ πέσει, ἡ ἔνταση παρέμενε, τὸ ἤξερε, σὲ δέκα-δεκαπέντε λεπτὰ τὸ πολὺ θὰ ξανάρχιζε…

Πόσες φορὲς εἶχε χύσει ἀπόψε γιὰ χάρη της; Πόσες φορὲς εἶχε αὐνανιστεῖ γιὰ ἐκείνη χθές, καὶ προχθές, καὶ τὶς μέρες πρωτύτερα; Εἶχε χάσει τὸν λογαριασμό. Ἦταν χαμένος. Ἀδύνατο νὰ τὴ βγάλει ἀπ’ τὸ νοῦ του, ἀδύνατο νὰ μείνει νηφάλιος, νὰ συγκεντρωθεῖ, ἡ Μαρία ἦταν τὰ πάντα γι’ αὐτόν, ὅ,τι ἤθελε, ὅσα ἤθελε, ὅσα ποτὲ θὰ ζητοῦσε.

Ἡ Μαρία ἦταν ἡ γυναίκα του. Αὐτὸ τὸ ὑπέροχο ἁπαλὸ κορίτσι μὲ τὰ λάγνα χείλη καὶ τὸ χαμηλὸ σχεδὸν ντροπαλὸ βλέμμα, μὲ τὸ κοντοκομμένο ἀτίθασο ἀγορίστικο μαλλί. Τὴν ἔφερε πάλι στὰ μάτια του: μισόγυμνη μὲ τὸ λευκό της βαμβακερὸ σλιπάκι παράμερα, σὲ στάση ἀμαζόνας μὲ ἀντεστραμμένη τὴ ράχη, ἔβλεπε τοὺς καμπύλους της ὤμους νὰ λικνίζονται καὶ ὕστερα νὰ σειοῦνται καὶ νὰ τραντάζονται, ἔβλεπε τὸν ὀρθωμένο καυλὸ νὰ εἰσδύει στὸ γλυκό της μουνὶ ὣς τοὺς ὄρχεις κι ὕστερα πάλι νὰ βγαίνει, μουσκεμένος στὰ ὑγρά της, τὴν ἄκουγε νὰ ἀνασαίνει γοργά, νὰ σωπαίνει καὶ μετὰ νὰ τινάζεται ἕνα ἢ δύο δέκατα τοῦ δευτερολέπτου προτοῦ ἀφεθεῖ ἐντελῶς στὸν σπασμὸ, μὲ μιὰ ἰαχή: «Χύνω, Μίλτο, χύνω ἀγάπη μου, χύνω ἐπιβήτορα, γαμιά μου ἐσύ, χύυυυυνωωωωωωωω…»

Ἀνώφελο, σκέφτηκε καὶ σχεδὸν τὸν πῆραν τὰ δάκρυα. Ἡ ἰδέα τῆς γυναίκας του, ἡ εἰκόνα της τοῦ εἶχε γίνει ἐμμονή. Ὄχι ὅμως αὐτὴ ἡ εἰκόνα, ὄχι ἔτσι, ὄχι μ’ αὐτόν… Ὅ,τι ἤθελε, ὅ,τι εἶχε ἀνάγκη νὰ δεῖ, ἦταν νὰ τὴν παίρνει ἕνας ἄλλος.

Και ὁ ἴδιος δὲν ἤξερε νὰ πεῖ τὸ γιατί. Τὴν ἀγαποῦσε, αὐτὸ ἦταν! Τὴν ἀγαποῦσε κι ἤθελε νὰ τὴ μοιραστεῖ. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἄλλωστε ἡ ἀγάπη; τὸ μοίρασμα, ἡ ἀνιδιοτέλεια, ἡ κατάλυση κάθε φραγμοῦ ποὺ ὀρθώνουν ἐμπρός μας τεχνητὰ ὁ φθόνος, ἡ ζηλοτυπία, τὸ αἴσθημα τῆς κατοχῆς καὶ τῆς ἰδιοκτησίας; Ἄ, αὐτὸς δὲν φοβόταν, δὲν ἤθελε νὰ τὴν κατέχει! Τοῦ ἀρκοῦσε νὰ προσκυνᾶ τὴν ἱερή της θηλύτητα, πρωθιερέας τοῦ φύλου της, κι ὅμως λάτρης κι αὐτὸς μέσ’ στοὺς λάτρεις της. Καὶ μόνο ἡ σκέψη τὸν ἔκανε νὰ ἀνατριχιάζει ἀπὸ ἀνωτερότητα, τὸν ἔκανε νὰ περιφρονεῖ κάθε του δισταγμό, κάθε του μικροαστικὴ, γελοία ἀνασφάλεια, τὸν συνέπαιρνε διαποτίζοντάς τον βαθιὰ μὲ ἑξαίσια διέγερση, μὲ ἀνείπωτη καύλα…

Ὅ,τι εἶχε γράψει ἦταν γιὰ κείνη. Ὅ,τι ἔπλαθε μὲ τὸν νοῦ του γιὰ κείνη. Τὸ πῶς τὴν ἔβλεπε, τὸ πῶς τὴ φανταζόταν νὰ δίνεται. Κι ὅλα γιὰ ἕναν μόνο σκοπὸ, γιὰ νὰ τὰ βρεῖ, νὰ τὰ διαβάσει ἐκείνη! Αὐτὸ ἦταν τὸ μεγάλο του σχέδιο. Γι’ αὐτὸ εἶχε κρατήσει στὴν ἀφήγηση τὰ δικά τους ὀνόματα. Γι’ αὐτὸ οἱ πρωταγωνιστὲς τῆς κατὰ τ’ ἄλλα φανταστικῆς ἱστορίας του ὑπῆρχαν στ’ ἀλήθεια, ἦταν πρόσωπα γνωστά, ἀναγνωρίσιμα, τοῦ καθημερινοῦ τους περίγυρου. Μερικὲς φορὲς ἡ ἔμπνευσή του ὅταν ἔγραφε ἦταν τόσο φορτικὴ, τόσο ἐπίμονη ὥστε στὸ τέλος δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ διακρίνει ποιὰ ἡ φαντασία, ποιὰ ἡ ἀλήθεια. Ἡ φαντασία του ἦταν τότε γιὰ κεῖνον ἡ δική του ἀλήθεια, ἡ ἐπιθυμία του ἦταν ἡ μόνη ἀλήθεια, κι αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ἤθελε ἐπιτέλους νὰ τῆς τὴν πεῖ, νὰ τὴν ὁμολογήσει. Δὲν τὴν ἄντεχε ἄλλη ἀποσιώπηση, δὲν τὴν μποροῦσε. Μὲ πόση ἕξαψη εἶχε συμπεριλάβει στὴν ἀφήγησή του ἐκεῖνον τὸν πιτσιρικά… Ἡ Μαρία τοῦ εἶχε μιλήσει κάποτε γι’ αὐτόν, κάτι σὰν λάμψη εἶχε περάσει ἀπ’ τὰ μάτια της, κι ἐκείνου ἡ σκέψη ἡ αὐτόματη ἦταν πὼς ἴσως, ποιὸς ξέρει, ἡ Μαρία, χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιεῖ κἂν ἡ ἴδια, ἴσως τὸν ἤθελε…

Ἀνώφελο! Ποιὸν πάω νὰ ξεγελάσω, ἀναλογίστηκε. Ἡ Μαρία ἦταν πιστή. Ἡ Μαρία ἦταν ἡ πιὸ πιστὴ σύζυγος ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει. Κι ἐκεῖνος ἦταν τόσο δυστυχισμένος!

Ποτὲ δὲν θὰ τὸν κεράτωνε μὲ ἐπιλογή της, τὸ ἤξερε. Ἡ ἴδια ἡ σκέψη τῆς ἦταν ἀφόρητη. Κι ἂν τῆς τὸ ζητοῦσε ὁ ἴδιος, θὰ ἦταν χειρότερα. Ἐκείνη θὰ τὸ παρεξηγοῦσε, θὰ ἔνιωθε πὼς μὲ κάποιον τρόπο τὴν ἔδιωχνε, πὼς δὲν τὴν ἤθελε πιὰ, δὲν θά ‘ξερε τί νὰ πιστέψει ἢ πῶς νὰ φερθεῖ, ἡ ἀβεβαιότητα θὰ τὰ τίναζε ὅλα στὸν ἀέρα. Γι’ αὐτὸ εἶχε σκεφτεῖ τὴν ἔμμεση λύση. Δὲν θὰ τῆς μιλοῦσε, θὰ τῆς ἔγραφε! Καὶ θ’ ἄφηνε τὰ πράγματα νὰ πάρουν τὸν δρόμο τους.

Σήκωσε πάλι τὶς σελίδες ἀπὸ τὸ πάτωμα. «Ἡ Μαρία ἦταν ξαπλωμένη στὸν καναπὲ μὲ τὰ πόδια ἀνοιχτὰ καὶ ἕνας γεροδεμένος πιτσιρικὰς τὴ γαμοῦσε μὲ ὅλη του τὴ δύναμη». Ναί, αὐτὸ ἤθελε, αὐτὸ ἔπρεπε νὰ γίνει. Τὸ πρῶτο κεφάλαιο ἦταν τέλειο. Εὐθὺ ἀλλὰ μ’ ἐκεῖνο τὸ δίκοπο χιοῦμορ ποὺ τόσο τῆς ἄρεσε, νὰ μὴν τὴν τρομάξει… Κομψὸ ἀλλὰ καὶ ὠμὸ, ὅσο τὸ εἶχε ἀνάγκη. Πρὸ πάντων εἰρωνικό! Τί μεγαλύτερη εἰρωνεία ἀπὸ τὴν ἀφεντιά μου στὸν ρόλο τοῦ συζύγου τῆς ὡραίας Ἰζόλδης! Γιατὶ ὁ δικός μου βασιλέας Μάρκος εἶναι στὴν πράξη ἕνας ἠδονοβλεψίας, ἕνας ἐπιδειξίας καλύτερα τῶν συζυγικῶν θελγήτρων, ἕνας νέος Κανδαύλης. Ναί, ἕνας νέος Κανδαύλης ποὺ τὴ φορὰ αὐτὴ δὲν θὰ κρυβόταν, ποὺ τὴ φορὰ αύτὴ τὸ πεπρωμένο τοῦ εἶχε ὁρίσει νὰ ἀποκαλυφθεῖ!

Θὰ τὸ ἄφηνε ἀπόψε στὰ πράγματά της, ἀνάμεσα στοὺς φακέλλους τῆς δουλειᾶς. Tὸ ἀργότερο ὣς τὸ μεσημέρι ἐκείνη θὰ τὸ ἔβρισκε. Μέχρις ὅτου ἰδωθοῦν τὸ βράδυ ξανά, θὰ περνούσανε ὧρες πολλές, θὰ εἶχε ὅλο τὸν καιρὸ νὰ τὸ σκεφτεῖ, νὰ τὸ δουλέψει στὸν νοῦ της. Ἂν τὸ πράγμα δὲν πήγαινε καλά, ἐκεῖνος θὰ εἶχε πάντα τὴν εὐχέρεια νὰ ὑποχωρήσει, νὰ καμωθεῖ ὅτι ὅλα αὐτὰ ἦταν μιὰ φάρσα, ἕνα καλαμπούρι. Ἂν ὅμως τὸ πράγμα ἐξελισσόταν ἀλλιῶς, ἄν, σκέφτηκε, τότε τὸ πρῶτο κεφάλαιο θὰ τὸ ἀκολουθοῦσε ἕνα δεύτερο, κι αὐτὸ μὲ τὴ σειρά του ἕνα τρίτο, κι ἕνα τέταρτο… Ἡ ἀηδία καὶ ἡ ἀπέχθεια κι ὁ φόβος θὰ ξεθώριαζαν ἴσως καὶ σιγὰ σιγά, σχεδὸν ὕπουλα, τὴ θέση τους θὰ ἔπαιρνε ἡ περιέργεια, καὶ ἡ ἀποδοχή, καὶ  ἡ ἕξαψη… Καὶ τότε ὅλα θὰ ἦταν πλέον δυνατά.

Ρίγος διέτρεξε τὴ ραχοκοκκαλιά του ἀπ’ τὸν αὐχένα ὣς τὸν κόκκυγα. Ἔνιωσε τὶς φλέβες του νὰ βουΐζουν, τὸ αἷμα του πάλι νὰ κελαρύζει χαρούμενο, ἀσυγκράτητο στὴν κοιλιά, στὸ ὑπογάστριο, νὰ ἀνεβαίνει ἀπὸ τὶς κνῆμες καὶ τοὺς μηροὺς μὲ ὁρμὴ πρὸς τὸ φῦλο του. Ὁ φαλλός του, στριμωγμένος ἀκόμη στὴ χούφτα του, ὀρθώθηκε μὲ νέες δυνάμεις, μιὰ φρέσκια σταγόνα ἀπὸ σπέρμα γυάλισε στὴν ἄκρη τῆς πόσθης καθὼς ἡ πίεση τῆς στύσης τὴν τραβοῦσε ἀργὰ πρὸς τὰ κάτω. Ἡ βάλανος κατακόκκινη, θριαμβική, ἐξαίσια πρησμένη ἀνέτειλε μέσ’ ἀπ’ τὰ δάχτυλά του. Ὤ Μαρία, Μαρία! ψιθύρισε… Καὶ ξανάρχισε νὰ τραβάει μαλακία.

 

Γύγης

Σχολιάστε